ξουραφίζω

ξουραφίζω
βλ. ξυραφίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ξουραφίζω — βλ. ξυραφίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξυραφίζω — και ξουραφίζω (Μ ξυραφίζω) [ξυράφι] ξυρίζω νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ξυραφισμένος, η, ο (συνεκδ. για υφάσματα από μαλλί) αυτός που κατά την κατεργασία τού αφαιρέθηκε, τού αποξέστηκε το χνούδι, αχνούδωτος, λείος …   Dictionary of Greek

  • ξυρίζω — ξύρισα, ξυρίστηκα, ξυρισμένος 1. κόβω σύριζα τις τρίχες, ξουραφίζω. 2. μτφ., βασανίζω, ταλαιπωρώ κάποιον με τις φλυαρίες μου ή τα ψέματά μου: Μας ξύρισε δύο ολόκληρες ώρες. 3. για αέρα και κρύο, είμαι δυνατός, παγερός: Ξυρίζει σήμερα το κρύο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξυραφίζω — ξυράφισα, ξυραφίστηκα, ξυραφισμένος, και ξουραφίζω ξουράφισα, ξουραφίστηκα, ξουραφισμένος, αφαιρώ το τρίχωμα, ξυρίζω: Δεν μπορώ να ξυραφιστώ μόνος μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”